- ενδιάμεσος
- Αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλους, ο διάμεσος· ο κενός χώρος που παρεμβάλλεται, το διάμεσο.
ε. άτομο (Φυσ.). Ένα άτομο που είναι τοποθετημένο σε μια ε. θέση του πλέγματος (δηλαδή ανάμεσα σε πλεγματικά σημεία) ενός κρυστάλλου. Το άτομο αυτό μπορεί να είναι είτε άτομο πρόσμειξης είτε ένα άτομο που έφυγε από την κανονική του θέση και κατέλαβε τον ε. χώρο. Στη δεύτερη περίπτωση προκύπτουν δύο ατέλειες, το ε. άτομο και το κενό που άφησε στη θέση που καταλάμβανε προηγούμενα. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως σημειακή ατέλεια Frenkel.
ε. κατάσταση (Φυσ.). Μία από τις διάφορες καταστάσεις ενός κβαντομηχανικού συστήματος, κατά τη μετάβασή του από μια αρχική σε μια τελική κατάσταση. Για παράδειγμα, κατά τη ραδιενεργό βήτα διάσπαση, ο θυγατρικός πυρήνας παραμένει σε μια διεγερμένη κατάσταση, από την οποία γίνεται η μετάπτωσή του στην τελική.
ε. συχνότητα (Φυσ.). Στην υπερετερόδυτη λήψη, ε. συχνότητα ονομάζεται η συχνότητα που προέρχεται από μεταβολή της αρχικής συχνότητας, πριν συντελεστεί αποδιαμόρφωση.
* * *-η, -ο1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο άλλους ή άλλα («ενδιάμεσος τοίχος» — τοίχος μεταξύ δύο σπιτιών)2. το ουδ. εν. ως ουσ. το ενδιάμεσοο παρεμβαλλόμενος κενός χώρος3. φρ. «ενδιάμεση συχνότητα» — συχνότητα κατά την οποία έχουν συζευχθεί τα κυκλώματα τού ενισχυτή που ακολουθούν το κύκλωμα μεταλλαγής4. «ενδιάμεσες ακτίνες» — ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία μεταξύ τού ορίου τών υπεριωδών ακτινών και τών μαλακότερων από τις ακτίνες Χ.
Dictionary of Greek. 2013.